γέψη

γέψη
η
βλ. γεύση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γέψη — η η γεύση* …   Dictionary of Greek

  • ουρανίσκος — ο το άνω τοίχωμα του στόματος, αλλ. ουρανός, υπερώα, η: Είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού, βαθιά στον ουρανίσκο (Σικελιανός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”